- σοβινισμός
- ο, Νβλ. σωβινισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοβινισμός — ο (λ. γαλλ.), φανατικός εθνικισμός: Ορισμένοι πολιτικοί εξάπτουν τον τουρκικό σοβινισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωβινισμός — Είναι η φανατικά εθνικιστική στάση εκείνων που υποτιμούν και καταπολεμούν ακόμα και με τη βία καθετί που δεν έχει εθνική προέλευση, ενώ εξυμνούν απεριόριστα και αποκλειστικά κάθε όψη της εθνικής ζωής. Πρόκειται για ακραία μορφή εθνικισμού, που… … Dictionary of Greek
σωβινισμός — ο βλ. σοβινισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)